- λητάρι
- τοσχοινί για δέσιμο ζώων.[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. λητάριν < εἰλητάριον, υποκορ. τού επιθ. εἰλη-τός «στρεπτός, κλωσμένος» < εἰλέω].
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
λητάρι — το σκοινί με το οποίο δένουμε σκυλιά κτλ … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
λυτάρι — το βλ. λητάρι … Dictionary of Greek
λυτάρι — το βλ. λητάρι, το … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)